Η περίοδος των εκπτώσεων στην Ελλάδα ξεκίνησε πριν από λίγες μέρες. Οι κοινωνικές εκπτώσεις όμως, που πληθαίνουν μέρα με τη μέρα και που μου αποκαλύφθηκαν τόσο έκδηλα στο τελευταίο μου ταξίδι στην Αθήνα, φαίνεται να έχουν εισέλθει στη ζωή των κατοίκων της ψωροκώσταινας, εδώ και αρκετούς μήνες.Ήταν ένα από εκείνα τα θλιβερά απογεύματα, όπου ενώ η πτήση μου από την Κωνσταντινούπολη προσγειωνόταν ομαλά στο διεθνή αερολιμένα Ελ. Βενιζέλος, το σώμα μου προσέκρουε με ιλλιγγιώδη ταχύτητα στο τσιμεντένιο κράσπεδο της ελληνικής πραγματικότητας.
Η πόλη των παιδικών μου χρόνων και των προσωπικών μου βιωμάτων είναι μια φανταχτερή, «Ευρωπαϊκή» πρωτεύουσα με ευγενικούς και φιλότιμους κατοίκους, που κάτω από το αγνό, Αθηναϊκό της φως, αστράφτει ακόμη περισσότερο. Αυτή η κάλπικη εικόνα προβάλλεται στο μυαλό μου, όσο βρίσκομαι μακριά της, περιτριγυρισμένος από τις σκιές των λυγερών μιναρέδων, των θολωτών μνημείων και των ιστορικών εκκλησιών, με την συντροφιά των κατάλευκων γλάρων. Ο νόστος έχει φροντίσει να παραλλάξει την γκρίζα πολιτεία, σε κάτι εξέχως όμορφο και ουτοπικό στο μυαλό και πρωτίστως στη καρδιά. Τα μάτια δεν μπορούν να πιστέψουν τη λυπητερή πραγματικότητα που αντικρύζουν, κάνοντας τη μετάβαση στην πραγματικότητα ακόμα πιο δύσκολη και απότομη.
Περπατώντας προς την αφετηρία των αστικών λεωφορείων του αεροδρομίου, νιώθω ότι κρυφακούω συζητήσεις περαστικών, αθελά μου. Φτάνοντας στο λεωφορείο, επιβιβάστηκα από την μπροστινή πόρτα, κάπως μηχανικά, έτοιμος να δώσω το αντίτιμο του εισητηρίου στον κουστουμάτο, τριμούστακο τούρκο οδηγό*. Αντ'αυτού συνάντησα μια βαριεστημένη ογκώδη μορφή, που συνομωτικά μου είπε : "Μην χτυπήσεις το εισιτήριο, είσαι και μικρούλης, έχουμε και κρίση, άστο...αυτά είναι μόνο για τους τουρίστες μωρέ". Χωρίς να του απαντήσω, επικύρωσα επιδεικτικά το εισιτήριο και έκατσα στη θέση μου. Η εκπληξή μου συνεχίστηκε όταν συνειδητοποίησα, ότι τα γαλάζια μάτια της "εθνικής" Τζούλιας, πρωταγωνιστούσαν σε μορφή γιγαντοαφίσας αυτή τη φορά, σε όλες τις παράνομες διαφημιστικές πινακίδες των κεντρικών αρτηριών της Αθήνας. Μετά από γυμνές φωτογραφήσεις, μια αισθησιακή ταινία (sic) και πολλά σκάνδαλα, σειρά είχε και μια διαφήμιση ηλεκτρονικού τζόγου. Η Τζούλια από ψηλά, με μάτια αλά Big Brother, φαίνεται ότι έχει επωμιστεί τον ρόλο του τοποτηρήτη μιας κοινωνίας που κατρακυλάει όλο και περισσότερο.
Γνώριμα πρόσωπα, οικίες βόλτες, ιδιαίτερες μυρωδιές, σπιτικό φαγητό, όλα αυτά δηλαδή που συναποτελούν την προσωπική "πατρίδα" του καθένα, γεφύρωσαν έστω και προσωρινά το χάσμα ουτοπίας - πραγματικότητας, που βάθαινε σταδιακά μέσα μου. Η κλαίουσα Αθηνά, ανήμπορη να προστατεύσει την αγαπημένη της πόλη αυτή τη φορά, αναγκάστηκε να την υποθηκεύσει όσο όσο, όμως δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται πραγματικά κανένας. Οι κάτοικοι της χώρας που λάτρεψαν το περιττό, τώρα βλέπουν φανατικά τη σαπουνόπερα "Bin bir gece", ενημερώνονται από τις trash ειδήσεις του Star channel, σχεδιάζουν τις χλιδάτες διακοπές τους με δανεικά και βγαίνουν σαν να μην υπάρχει αύριο στα πολυσύχναστα κλάμπ της παραλιακής και του Γκαζιού. Οι υπόλοιποι, επηρρεασμένοι από την τρομοϋστερία των κεντρικών δελτίων ειδήσεων, κάνουν συστηματικές απεργίες και παρατάσσονται ενάντια στα αντιλαϊκά μέτρα της κυβέρνησης, χωρίς να συνυπολογίζουν το μερίδιο ευθύνης της δικιάς τους νοοτροπίας, και όλα αυτά να διαδραματίζονται πρωτού η οικονομική κρίση δείξει τα κοφτερά της δόντια.
Το κέντρο της Αθήνας αντικατοπτρίζει στο μέγιστο την αντιφατική ψυχοσύνθεση του Νεοέλληνα. Μνημεία - μαρτυρίες ενός εξελλιγμένου πολιτισμού ανάμεσα σε όμορφες πλατείες, βρώμικους δρόμους και σαθρά κτίρια που ετοιμάζονται να καταρρεύσουν. Εγκλωβισμένοι μετανάστες, που διαμένουν σε τριτοκοσμικά υπογεία και πουλούν κάθε λογής πραμάτεια χωρίς να χάνουν το χαμογελό τους, δυσαρεστημένοι "αυτόχθονες" που συμβιβάζονται με μια απλή περατζάδα, αφού δεν μπορούν να πιουν πια καφέ στο Κολωνάκι και ηλιοκαμμένοι τουρίστες έτοιμοι να πέσουν θύματα των επιτήδειων μιας και διάλεξαν να ζήσουν τον μύθο τους στην Ελλάδα.
Τα πολύχρωμα γκραφίτι των μούντων τοίχων αρχίζουν να αποκτούν μια ρεαλιστική διάσταση. Άφραγκοι βασιλιάδες, θλιμένες πριγκήπισσες, φοβισμένες φιγούρες με μαχαίρια και αδηφάγα στόματα που ζητούν περισσότερα, όλα δημιουργήματα ταλαντούχων καλλιτεχνών - προφητών του δρόμου, παρουσιάζουν δυσοίωνες ιστορίες από το πιθανό, κοντινό μέλλον της χώρας. Στο ταξίδι της επιστροφής το μόνο που με προβλημάτιζε ήταν αυτό το μακάβριο μέλλον. Θα υπάρξει εναλλακτική λύση; Θα μετατραπεί ο ατομισμός σε συλλογική προσπάθεια; Θα αναλογιστούμε επιτέλους τις δικές μας ευθύνες; Δυστυχώς δεν μπορώ να δώσω λύση όμως συνεχίζω να ελπίζω...
* χαρακτηρισμός του Γιάννη Ξανθούλη που εμπεριέχεται στο βιβλίο του Κωνσταντινούπολη - των ασεβών μου φόβων