''Ξένε, σαν δης ένα χωριό όπου γελάει η φύσις, κ’ εις κάθε πλάτανο κοντά που κρύπτεται μια κόρη ωραία σαν το τριαντάφυλλο — εκεί να σταματήσης· έφθασες, ξένε, στο Νιχώρι.'' Κ. Π. Καβάφης |
Με την παραπάνω στροφή, ο Αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης αρχίζει να περιγράφει, στο κρυμμένο* του ποίημα "Νιχώρι", την γενέτειρα των Κωνσταντινουπολιτών γονιών του και συνάμα το μέρος όπου και ο ίδιος είχε περάσει μερικά από τα ωραιότερα, νεανικά του χρόνια. To "Νιχώρι" αποτελεί ένα φόρο τιμής στο καταπράσινο φυσικό τοπίο, στα κρυστάλλινα νερά και στον κοσμοπολιτισμό του μικρού βοσπορινού χωριού, που ο 19χρονος τότε Καβάφης φαίνεται πως εκτίμησε δεόντως, μετά από το αμμώδες περιβάλλον και το υπερβολικά ζεστό κλίμα, που βίωσε στην Αλεξάνδρεια. Οι καμπάνες των εκκλησιών,τα καλέσματα του μουεζίνη για προσευχή και η πολυπολιτισμικότητα του αρκετά μακρινού από την Κωνσταντινούπολη χωριού με τις επιδέξιες ράφτρες, τους επαγγελματίες αρτοποιούς και τους ακούραστους ψαράδες είχε πραγματικά εντυπωσιάσει τον ποιητή.
Ένα αιώνα μετά, και το ήσυχο Νιχώρι των Ρωμιών έχει μετατραπεί στο εκλεπτυσμένο Γενίκιοϊ της τουρκικής μεγαλοαστικής τάξης. Το Γενίκιοϊ σήμερα δεν διαφέρει σε τίποτα, από κανένα ακριβό προάστιο της Κωνσταντινούπολης. Η συστάδα των περίτεχνων αρχοντικών, υψωμένη στις όχθες του Βοσπόρου, που κατασκευάστηκε από τους εύπορους μειονοτικούς εμπόρους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ανήκει πλέον σε ευκατάστατους βιομηχάνους, διεφθαρμένους πολιτικούς και υψηλά αμοιβόμενους κρατικοδίαιτους της Τουρκικής Δημοκρατίας. H αριστοκρατία της Κωνσταντινούπολης έχει συμπληρώσει το κενό των χιλιάδων Ρωμιών που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Νιχώρι εξαιτίας πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών δυσκολιών που συνάντησαν καθόλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα.
Η τοποθέτηση του Γενίκιοϊ στον αχανή μητροπολιτικό χάρτη έγινε σταδιακά με την αντικατάσταση των αραιών δρομολογίων των πλοίων, του μοναδικού ως τότε μέσου μεταφοράς των κατοίκων, με την δημιουργία σύγχρονου οδικού άξονα. Η πληθώρα και η εξέλιξη των μέσων μαζικής μεταφόρας, από και προς το Νιχώρι, μπορεί να το έχουν φέρει πολύ πιο κοντά στο σημερινό κέντρο της Πόλης, παρόλα αυτά όμως παραμένει χωριό στην συνείδηση των περισσότερων Ρωμιών κατοίκων του. "Να προσέχεις τώρα που θα κατεβείς στην Πόλη, είναι πολύ χιρσίζιδες* εκεί" ήταν τα λόγια της κυρίας Ε. που με συνάντησε στην στάση του λεωφόρειου, όταν ετοιμαζόμουν να πάω στην Πλατεία Ταξίμ. H πρωτοφανής κίνηση της παραλιακής είναι απελπιστική, τόσο απελπιστική που σκέφτομαι ότι αν ο Καβάφης ζούσε στις μέρες μας στο Νιχώρι, θα επαναδιατύπωνε σίγουρα την θρυλική του στροφή "Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, να εύχεσαι να είναι μακρύς ο δρόμος" από το ποιημά του Ιθάκη.
Στο Νιχώρι τα σημάδια του παρελθόντος σου αποκαλύπτονται απλόχερα σε κάθε σου βήμα, κάτω από τα αιωνόβια πλατάνια που σου μαρτυρούν τα μυστικά τους, με το πρώτο φθινοπωρινό αεράκι. Το εγκαταλειμένο κόκκινο σχολείο, οι παραδομένες στη φθορά ξύλινες κατοικίες και οι ερμητικά κλειστές εκκλησίες που υπολειτουργόυν σε μεγάλες γιορτές και Κυριακάτικες λειτουργίες είναι η μόνη σύδεση του Γενίκιοϊ με το διαφορετικό προγονό του. Όλη αυτή η σημαντική πολιτιστική κληρονομία του χωριού καθρεφτίζει την σημερινή κατάσταση του γηρασμένου ποίμνιου της συρρικνωμένης χριστιανικής κοινότητας που διαμένει εκεί. Στέκουν στο ίδίο ακριβώς σημείο, σε πείσμα των διαφορετικών καιρών που ζούμε, περιμένοντας στωικά την οποιαδήποτε επερχόμενη αλλαγή.
Οι λιγοστοί Ελλαδίτες που είχα την τύχη να γνωρίσω εκεί, το ζεστό χαμόγελο και η αποδοχή των Ρωμιών κατοίκων, ακόμα και αν πήγαινα κατά πολύ καθυστερημένος στη λειτουργία, ο κατάμεστος Ιερός Ναός της Παναγίας της Κουμαριώτισας την Ανάσταση, ο καταπληκτικός μετεορολόγος γάτος της αείμνηστης κυρίας Α. που προέβλεπε το χίονι, ο επί 24ώρου βάσεως ανοιχτός οποροπώλης της γειτονιάς, που περιφερόταν μεσάνυχτα στο δρόμο με ένα κερί στα χέρια, κάθε φορά που είχε διακοπή ηλεκτρικού ρεύματος (είχε τρομάξει πολλούς), κάποιοι ευγενέστατοι Τούρκοι καταστηματάρχες που προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν με τα λίγα Ελληνικά που θυμόντουσαν από τους Ρωμιούς γειτονές τους και γενικά η τρομερή ασφάλεια και οικειότητα που αισθανόμασταν όλοι μας ζώντας στην "μικρή βοσπορίνη Ελλάδα" είναι αναμνήσεις και συναισθήματα που θα με συντροφεύουν στο υπόλοιπο της ζωής μου. Σας ευχαριστώ όλους.
* ονομάζεται έτσι μια ειδική κατηγορία των ποιημάτων του Καβάφη που δεν έτυχαν μεγάλης ανταπόκρισης από το αναγνωστικό κοινό.
* χιρσίζης (από την τουρκ. λέξη hırsız) ονομάζεται ο κλέφτης, στην διάλεκτο που ομιλούν οι Έλληνες εκ Κωνσταντινουπόλεως
Αχ φώτος με άλλο οξυγόνο και δροσιά...Καλό μήνα!
ΑπάντησηΔιαγραφήτελειο τελειο τελειο...απο τα καλυτερα που εχεις γραψει και απο τα λιγα που εχουν τετοιο συναισθημα!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολλά συγχαρητήρια από την Αθήνα...Για άλλη μια φορά 'έγραψες'....
ΑπάντησηΔιαγραφήΑναμοχλεύεις το παρελθόν κάνοντας τα δάκρυα να ξεπροβάλλουν, δάκρυα που όσος χρόνος κι αν περάσει, θα σε ευχαριστούν γι αυτά που τα μάτια μου είδαν...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαρα πολύ ενδιαφέρον και συγκινητικό. Εύγε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραίο ποστ. Μόνο κάτι μικρό θέλω να πω: η Αλεξάνδρεια δεν έχει αμμώδες περιβάλλον, ούτε υπερβολικά ζεστό κλίμα. Είναι μια μεσογειακή πόλη.
ΑπάντησηΔιαγραφή